"Τα ρούχα της δουλειάς
σε χάρτινη σακούλα, φίρμα,
με το σκοινάκι της,
να μοιάζει δώρο αγάπης ακριβής.
"Α, ένας από μας..."
άκουγε μέσα του την ξένη σκέψη.
Ένοιωθε ίδιος όσο την κρατούσε,
στη στάση του λεωφορείου,
ασφαλισμένος, έγκυρος,
όπως ο γέροντας
που κάρφωνε στα δόντια του το σίρτο
βγαίνοντας Κυριακή στο καφενείο του χωριού
να δείξει ένα γεύμα πλούσιο
που κάν δέν τό 'χε ονειρευτεί.
Έπιανε θέση μονάχα άν ήταν άδειες οι μισές.
Απόθετε στα πόδια του τη σακούλα, απαλά,
πρόχειρο αναλόγιο,
και πάνω της ένα βιβλίο.
Το ίδιο πάντοτε,
ελληνικό, με το εισιτήριο σελιδοδείκτη.
Τό 'χε ζητήσει πό το αφεντικό του,
κι εκείνος τού 'δωσε το Λάθος.
Σπάνια γύριζε σελίδα.
Θάλασσα οι λέξεις,
κι αυτός, πέτρα βουνού,
δεν ήξερε από αρμυρά ταξίδια,
βυθιζόταν.
Ένα μονάχα ήξερε:
Το εισιτήριο του, το κανονικό,
το σίγουρο,
αυτό που απέτρεπε τους ελεγκτές
και ημέρωνε το βλέμμα το καχύποπτο
ήτανε το βιβλίο.
Δεν διάβαζε.
Ούτε της γλώσσας του τα γράμματα
δεν ήξερε να βάλει σε μια τάξη.
Όσα χαρτιά κι όσες σφραγίδες
κι αν εσερνε στην τσέπη του ο φόβος,
το διαβατήριό του για τον κόσμο των ομοίων
ήτανε το βιβλίο με τις ελληνικές σελίδες.
"Ά, ένας από μάς..."
Κι έτυχε σε ελεγκτή φιλαναγνώστη
και κάν τον τίτλο δεν μπορούσε να τού πεί
ο αλαργινός
σπουργίτι τρομαγμένο και πολέμαγε
μέσα στο σώμα του να φύγει να κρυφτεί.
Και πλήρωσε το Λάθος.
"Χά, ένας από μάς..."
βρόντηξε ο χλευασμός και τον κεραύνωσε.
Έκτοτε μετράει την έρημο πεζοπορώντας.
Όπως κι όταν δρασκέλιζε τά σύνορα. "
απο την βραβευμένη απο την Ακαδημία, ποιητική συλλογή της φιλολόγου Τασούλας Καραγεωργίου, "το Μετρό"
κι είχα πατέρα πρόσφυγα απ’ την Μικρά Ασία
Οι άλλοι πάνε στα χωριά τους τις γιορτές,
μα ο νόστος ο δικός μου εκπληρώνεται
με μυρωδιές από βαριά μπαχαρικά
κι από φτηνά αρώματα,
όταν με βγάζει ο δρόμος μου
στο μαγαζί «Ο Νείλος»
για να αγοράσω λίγη επιστροφή
σε αραβικό ψωμί.
Ένα ποτάμι από φυλές αρδεύει την οδό Αθηνάς.
Σύροι κι Αιγύπτιοι και Ιρακινοί
Κούρδοι, Κινέζοι και Νιγηριανοί
δεν είναι πια οι αιθέριες καβαφικές μορφές,
είναι τα ποικιλόδειρα πουλιά της ξενιτιάς και της αποδημίας•
με χίλιες γλώσσες κελαηδούν, με χίλιες γλώσσες λένε:
το αίτημα είναι κοινό• για το ψωμί, για το νερό
και για τον νόστο της ψυχής στη γη της μέσα μνήμης. "
Πάνε τόσες μέρες που είμαι φευγάτος από την Κοριτσά και δεν βρήκα λίγο χαρτί κι ένα μολύβι για να σε γράψω. Αφού πέρασα έρπειν τα σύνορα, μαζί με άλλους πέντε, βρήκαμε έναν ταξιτζή και του δώσαμε όλες τις οικονομίες που κάναμε 30 χρόνια και αυτός μας πήγε στη λίμνη της Καστοριάς. Μόλις είδαμε τη λίμνη αυτός μας είπε "εδώ είναι Ομόνοια, Αθήνα, κατεβείτε". Κι εμείς κατεβήκαμε κι απορούσαμε πως χωράν 4 εκατομμύρια ανθρώποι μέσα σε χίλια σπίτια. Τελικά όμως μετά από 7 μέρες ποδαρόδρομο βρήκαμε την Αθήνα.
Ωραία χώρα η Ελλάδα αλλά λίγο σκοτεινή τα βράδια. Ειδικά άμα έχουν αυτό το παράξενο έθιμο που το λεν "απεργία". Κι είναι κάτι σαν το ραμαζάνι που κάνουν οι μουσουλμάνοι εκεί στην Αλβανία, πάνω σ' εμας. Όταν το 'χουν αυτό γεμίζουν κάτι μαύρες πλαστικές σακούλες που βρωμάν και τις πετάν στο δρόμο... στίβες. Δεν ξέρω άμα γεμίζει ο δρόμος τι κάνουνε. Αν τις μαζεύουν ή αν αλλάζουν χωριό.
Έχουν και κάτι μεγάλα μαγαζιά που γράφουν απ' έξω "Τραπεζα" κι είναι μέσα γεμάτα λεφτά... εκατομμύρια. Αλλά είναι κλειστά και κανένας δεν πάει να τα πάρει. Χορτάτοι άνθρωποι.
Όπως εμείς Αλβανία έχουμε ποδήλατα, αυτοί εδώ έχουν αυτοκίνητα και προσπαθεί ο ένας να χτυπήσει τον άλλο. Έχουν κάτι λάμπες στο δρόμο που άμα δείχνει πράσινο περνούν κανονικά, πορτοκαλί πατάνε γκάζι και με κόκκινο φεύγουν σα βολίδα. Ίσως γι αυτό να σημαδεύουν τους πεζούς τόσο καλά. Τρεις μέρες φοβήθηκα να αλλάξω πεζοδρόμιο. Τώρα όμως έμαθα και τους ξεφεύγω. Ίσως γι αυτό να νευριάζουν και να με δείχνουν τα πέντε δάχτυλα... μπορεί όμως και να με χαιρετάνε δεν είμαι σίγουρος.
Κανένας δε δουλεύει εδώ αδερφέ. Κι όποιος πάει να δουλέψει πιάνουν κάτι μικρά ρόπαλα και δέρνονται. Βάρβαρο πράμα αυτό το ξύλο. Τουλάχιστον εκεί σ' εμας σε σκοτώνουν μια και καλή.
Αδερφέ, άμα δεν βγάζεις τα γράμματά μ' είναι γιατί τρέμω απ' την πείνα. Κι εδώ η πείνα είναι χειρότερη από Αλβανία, γιατί εκεί ούτε φαγητά βλέπεις, ούτε κανέναν να τρώει. Εδώ όμως με πήγαν σ' ένα μεγάλο μπακάλικο που το λεν στα ελληνικά "πρισντουνίκ" και λυποθύμησα τρεις φορές μέσα. Αλλά μετά συνήθησα και να σου πω την αμαρτία μου έκλεψα και μια κονσέρβα, πολύ νόστιμη. Τέτοιο ωραίο πράμα δεν έχω ξαναφάει... είχε και φωτογραφία ένα σκυλί απ' έξω. Αλλά τι με νοιάζει εμένα, εγώ το φχαριστίθηκα. Μόλις χόρτασα όμως σκέφτηκα μήπως αυτό που έφαγα ήταν σκυλί και θυμήθηκα τον δικό μας τον Δελιγκέκα κι άρχισα να κλαίω. Λες να είναι τόσο νόστιμος κι ο Δελιγκέκας μας και να μην το ξέρουμε;
Εδώ όμως με φαίνεται αδερφέ πως οι ανθρώποι είναι πιο πεινασμένοι από εμάς. Όλη την ημέρα ψωνίζουν τόνους από φαγητά λες κι έχουν να φαν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και μετά το βράδυ πάνε σε κάτι μαγαζιά και πείνουνε και κάτι ανθρώποι που κρατάν μικρόφωνα ουρλιάζουν σαν τον Δελιγκέκα μας όταν τον δέρνεις. Κι αυτοί απο κάτω, προσπαθούν να τους πετύχουν με ότι πιάτα τους περίσεψαν απ' το φαϊ. Αυτός ο ελληνικός καπιταλισμός... μυστήριο πράμα.
Θυμάσαι αδερφέ, που πριν μερικά χρόνια συλλάβαν τη γιαγια έξω από το καφενείο επειδή είπε ότι εκτός από το σοσιαλισμό υπάρχει και η μοναξιά; Να τη φιλίσεις σταυρωτά και να την πεις να μην στεναχωριέται γιατί και στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό η μοναξιά παντού η ίδια είναι...""
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου